- παραμασήτης
- ὁ, Ασύντροφος σε τραπέζι, συνδαιτημόνας.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + μασῶμαι].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παραμασήτης — trencher companion masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραμασήτην — παραμασήτης trencher companion masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραμασύντης — ὁ, Α (δ. γρφ.) παραμασήτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + μασύντης «μασητήρ»] … Dictionary of Greek